- προπλάττεσθαι
- προπλάσσωmouldpres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπλάσσω — ΝΜΑ, προπλάθω ΝΜ, απ. τ. προπλάττω Α πλάθω ή διαμορφώνω κάτι προηγουμένως, από πριν, κάνω πρόπλασμα («δοκεῑ τοῡ ὅλου σώματος προπλάττεσθαι ἡ καρδία», Φιλ.) νεοελλ. μσν. (στους Βυζαντινούς αγιογράφους) επιχρίω με το βασικό χρώμα το μέρος που θα… … Dictionary of Greek